π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού, Δρος Θεολογίας
Το να είσαι ιερέας σήμερα αποτελεί μία μεγάλη πρόκληση, τόσο για τον κόσμο, όσο και για τον εαυτό μας, για την ιερατική μας αυτοσυνειδησία. Για τον κόσμο η ιερωσύνη είναι «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Για τους πολλούς αποτελεί έναν θεσμό που έρχεται από το παρελθόν, έχει να κάνει με κοινωνίες στις οποίες η θρησκεία διαδραμάτιζε σοβαρό ρόλο, καθώς στηριζόταν στην άγνοια των ανθρώπου για τον κόσμο. Έτσι ο ιερέας, ο οποίος θεωρούνταν ότι κατείχε γνώσεις που είχαν να κάνουν όχι μόνο με την ζωή, αλλά κυρίως με το υπερβατικό, με το Θεό, την αιωνιότητα, την παρέμβαση του Θεού στον κόσμο, την ερμηνεία του θελήματός Του στους ανθρώπους, απολάμβανε ιδιαιτέρου κύρους και σεβασμού. Οι άνθρωποι, ό,τι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν, ιδίως τον πόνο, την αρρώστια και τον θάνατο, ήθελαν να λάβουν παρηγοριά από τον ιερέα, κι εκείνος, θεωρώντας την παράκληση των ανθρώπων ως μία από τις κύριες συνισταμένες της αποστολής του, ανταποκρινόταν με βάση τις λίγες ή πολλές γνώσεις του. Σήμερα, όμως, ο κόσμος έχει προοδεύσει. Η επιστήμη έχει ερμηνεύσει πολλά. Κυρίως έχει δώσει απαντήσεις στους μηχανισμούς του πόνου και του θανάτου, ενώ ο άνθρωπος αξιοποιώντας τα τεχνολογικά μέσα που η επιστήμη του έδωσε, έχει νικήσει πολλούς φόβους που τον κατέτρυχαν στο παρελθόν. Έτσι, αισθάνεται ότι δεν έχει ανάγκη τον ιερέα για να τον παρηγορήσει ή να τον συνδέσει με το υπερβατικό, αλλά έχει πειστεί «ότι ο Θεός έχει πεθάνει» ή «βρίσκεται στη γωνία».
Πολλοί πάλι, θεωρούν τον ιερέα ως φύλακα και διασώστη μιας πολιτισμικής και πνευματικής παράδοσης, η οποία αγγίζει ή περιορίζεται στα όρια του φολκλορικού. Αυτό σημαίνει ότι ο ιερέας είναι ένα στοιχείο της παλαιάς κοινοτικής ζωής που κράτησε τον ελληνισμό ελεύθερο στο φρόνημα και οδήγησε στην ανεξαρτησία και την δημιουργία ενός έθνους-κράτους. Όπως η ιστορία μας ξεχωρίζει από άλλους λαούς, έτσι και η θρησκευτική πίστη την οποία διασώζουν στην καθημερινότητα και στις μεγάλες γιορτές οι ιερείς και οι ναοί, είναι ένα «αναγκαίο κακό» για πολλούς. Ο ιερέας, μάλιστα, ως εκφραστής και της θρησκευτικής τελετουργίας, συνδέεται με τα μεγάλα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής, την βάπτιση, τον γάμο, τον θάνατο. Γιορτές και μεγάλα γεγονότα της ζωής παράγουν και αποτυπώνουν πολιτισμό. Με κέντρο τις θρησκευτικές τελετές, αναπτύσσεται και η οικονομία. Άνθρωποι απασχολούνται για να προετοιμάσουν τις τελετές, άνθρωποι βγάζουν τα προς το ζην τους από το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Άλλοι, ακόμη, αξιοποιούν επιστημονικά τα θρησκευτικά τελούμενα, μελετώντας τον πολιτισμό που αυτά γεννούν, ενώ το κράτος έχει οργανώσει την γραφειοκρατία του και με γνώμονα την θρησκεία (ληξιαρχεία, αργίες και διακοπές, άδειες).
Άλλοι, εξάλλου, θεωρούν τον ιερέα ως εκφραστή της ανάγκης της κοινωνίας για φιλανθρωπία και αγάπη. Ο ιερέας είναι ο διαχειριστής της ενοριακής και εκκλησιαστικής περιουσίας, αυτός που μπορεί να την διοχετεύσει σε όσους έχουν ανάγκη και στερούνται, είναι ο εκφραστής μιας προνοιακής πολιτικής, στάση που προέρχεται από τα χρόνια του Βυζαντίου και στηρίζεται στην συναλληλία Εκκλησίας και Πολιτείας. Ο ιερέας έτσι είναι χρήσιμος για τον κόσμο, και για τους πολλούς, ακόμη και για την πολιτεία, εκεί εντοπίζεται το πιο ουσιαστικό κομμάτι της αποστολής του. Δεν ενδιαφέρονται για το μεταφυσικό περιεχόμενο της πίστης, για την σωτηρία, για την Βασιλεία του Θεού, αλλά για το κοινωνικό περιεχόμενό της. Ο ιερέας γίνεται ο βραχίονας που θα καθοδηγήσει τους ανθρώπους που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μέλη της Εκκλησίας, να δείξουν αλληλεγγύη και αγάπη. Η Εκκλησία αξίζει όσο δίνει. Και βεβαίως, ποτέ δεν φτάνουν τα όσα δίνει. Πάντα μπορεί περισσότερα.
Άλλοι, τέλος, βλέπουν τον ιερέα ως εκφραστή μιας ηθικής τάξης μέσα στην κοινωνία. Οι άνθρωποι, για να μπορέσουν να συνυπάρξουν, χρειάζεται να εμφορούνται από ένα πνεύμα αλληλοσεβασμού και να κρατούν ορισμένες παραδόσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την κοινωνική αποδοχή. Αυτά δεν εξασφαλίζονται μόνο από τον νόμο, γιατί ο νόμος έχει κανονιστικό περιεχόμενο και, ταυτόχρονα, αναγκαστικό. Η δημοκρατική κοινωνία δεν θέλει να στηρίζεται στο φόβο, αλλά την ελευθερία. Για να γίνουν αποδεκτές οι αξίες και να τηρηθούν οι νόμοι, θα πρέπει να γίνουν κτήμα και συνείδηση των ανθρώπων. Προς αυτή την κατεύθυνση δρουν οι θεσμοί κοινωνικοποίησης, όπως είναι το σχολείο, η τηλεόραση και η Εκκλησία. Ο ιερέας με το λόγο του και τις ηθικές αρχές του μηνύματος του Ευαγγελίου, καθοδηγεί ηθικά τους ανθρώπους, καθώς μάλιστα η παραβίαση των ανθρώπινων νόμων έχει συνδεθεί και με την παραβίαση των θεϊκών. Έτσι, η αμαρτία λειτουργεί αποτρεπτικά και σε κοινωνικό επίπεδο. Και όχι μόνο αυτό. Οι ηθικές αρχές προφυλάσσουν τον άνθρωπο από την απελπισία, στην οποία οδηγεί το ηθικό κενό. Μια ζωή χωρίς ηθικούς φραγμούς, ακόμη κι αν δεν παραβιάζει τον κοσμικό νόμο, είναι μια ζωή που δεν δίνει νόημα και σκοπό στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος αποκαρδίωσης και πτώσης του. Γι’ αυτό και οι ηθικές αρχές πιστεύεται ότι προφυλάσσουν τους ανθρώπους και ιδίως τους νέους από φαινόμενα όπως η διάλυση της οικογένειας, τα ναρκωτικά, οι αυτοκτονίες, η παράδοση στα πάθη. Και ιδίως οι νεώτεροι έχουν ανάγκη από ηθικά στηρίγματα, καθώς αυτοί αποτελούν το μέλλον της κοινωνίας. Τέλος, οι ηθικές αρχές κρατούν τον άνθρωπο «καλό καγαθό», τον κάνουν να έχει ένα καλό όνομα, την αποδοχή και την εκτίμηση των άλλων, καθώς η συμπεριφορά του είναι τέτοια που δεν προκαλεί αρνητικά σχόλια. Για πολλούς ανθρώπους ο χριστιανός άλλωστε είναι ένας καλός άνθρωπος. Ο ιερέας συμβάλλει προς αυτές τις κατευθύνσεις, γιατί οι χριστιανοί δεν είναι ενοχλητικοί για την πορεία της κοινωνίας. Είναι συντηρητικοί, θα λέγαμε «οι νοικοκυραίοι», αυτοί που θέλουν ησυχία και ηρεμία, για να μπορούν να χαίρονται χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις τη ζωή τους.
Ο ιερέας, λοιπόν, είναι ένας καλός ισορροπιστής στη ζωή της οικογένειας και της κοινωνίας. Και καθώς το σχολείο διέρχεται μεγάλη κρίση, αφού στην πράξη δεν δίνει ιδιαίτερη ή καθόλου σημασία στην ηθική καλλιέργεια των μαθητών, ενώ η τηλεόραση είναι πλέον η ίδια το πρόβλημα, αφού οδηγεί την κοινωνία στον πλήρη εκμαυλισμό και στην ηθική ασυδοσία, η Εκκλησία θεωρητικά μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην διαφύλαξη της ηθικής πορείας και ακεραιότητας των ανθρώπων, έστω και αν αντιμετωπίζει πιέσεις από κύκλους που θεωρούν τον ηθικό της λόγο παρωχημένο και το μάθημα των Θρησκευτικών, με το οποίο οι περισσότεροι νέοι έρχονται σε επαφή με την πίστη, ως μη ανταποκρινόμενο στις πολυπολιτισμικές απαιτήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας.
Από τα παραπάνω ανακύπτει ένα ερώτημα: είναι άραγε αυτή η ιερατική μας αποστολή ή μήπως οι δρόμοι αυτοί «τιθέασι τον λύχνον υπό τον μόδιον» (Ματθ. 5, 15);
Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί αν δεν δούμε τι είναι Εκκλησία και ποια είναι η αποστολή του ιερέα μέσα σ’ αυτήν. Η Εκκλησία, για την θεολογική μας παράδοση, είναι το σώμα του Χριστού, το «βασίλειον ιεράτευμα» (Α’ Πέτρ. 2,9), η συνάντηση των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ τους. Η Εκκλησία αποκαλύπτεται στην αληθινή φύση και αποστολή της στην Θεία Ευχαριστία. Εκεί ο άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του, τα αγαθά και ολόκληρο τον κόσμο στο Θεό εν Χριστώ Ιησού. Ο Κύριος είναι «ο προσφέρων και προσφερόμενος, ο προσδεχόμενος και διαδιδόμενος» (Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου) και ο καθένας από εμάς τον συνοδεύει σ’ αυτήν την κίνηση. Χωρίς την Ευχαριστία, χωρίς δηλαδή την θυσία που αγιάζει το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία θα ήταν ένα ιδεολογικό σωματείο, θα ήταν ένα φιλοσοφικό, κοινωνικό και ίσως και πολιτικό κίνημα, το οποίο όμως δεν θα έσωζε τον κόσμο ούτε θα τον ανακαίνιζε, αλλά απλώς θα του έκανε κήρυγμα.
Μέσα σ’ αυτό το Σώμα η αποστολή του ιερέα είναι ίδια με των άλλων ανθρώπων και ταυτόχρονα ξεχωριστή. Είναι ίδια γιατί ο καθένας άνθρωπος που έχει βαπτισθεί και έχει πάρει το χρίσμα, μετέχει στο τρισσόν αξίωμα του Κυρίου, στο βασιλικό, το ιερατικό και το προφητικό. Είναι βασιλιάς, που σημαίνει ότι αποστολή του είναι να διακονεί τους συνανθρώπους του και τον κόσμο εν αγάπη. Είναι ιερέας, που σημαίνει ότι αποστολή του είναι να προσφέρει μαζί με τους συνανθρώπους του όλο τον κόσμο, τον εαυτό του, τα υλικά αγαθά στο Θεό, αναφωνώντας «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα», αλλάζει δηλαδή τον προσανατολισμό στη ζωή του, από κέντρο του κόσμου που έχουμε τον εαυτό μας και την επιβίωσή μας, κέντρο γίνεται ο Χριστός και η προσφορά της ζωής και της ύπαρξής μας σ’ Εκείνον. Είναι προφήτης, που σημαίνει ότι αποστολή του είναι να γνωρίζει και να διακηρύσσει το θέλημα και το λόγο του Θεού, όπως αυτά αποτυπώνονται στο Ευαγγέλιο, αλλά και στην παράδοση της Εκκλησίας και να γνωρίζει σε όλους τους ανθρώπους ποια είναι η Αλήθεια.
Όμως η αποστολή του ιερέα, ενώ είναι ίδια με των άλλων ανθρώπων, έχει και διαφορές, τουτέστιν προσθήκες. Ο ιερέας λαμβάνει από το ίδιο το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, όπως αυτή εκφράζεται δια του Επισκόπου, την αποστολή η αναδοχή του τρισσού αξιώματος του Χριστού να μην είναι ένα τμήμα της ζωής του, αλλά να είναι η ίδια η ζωή του. Ο ιερέας δεν καλείται απλώς και να αγαπήσει τους άλλους και να τους αναφέρει στο Θεό και να διακηρύξει σ’ αυτούς το θέλημα του Θεού. Αποστολή του είναι να γίνει όλος αγάπη, να γίνει όλος αναφορά στο Θεό, να γίνει ζωντανό Ευαγγέλιο με τον λόγο και τη ζωή του. Ο ιερέας είναι ο πνευματικός ηγέτης του λαού του. Είναι ο προεστώς της ευχαριστιακής σύναξης. Είναι αυτός που αναλαμβάνει την ευθύνη να γίνει νέος Μωυσής, που θα οδηγήσει τον λαό του Θεού στην έξοδο από την γη της Αιγύπτου, από την παράδοση στην δουλεία της αμαρτίας, στην δουλεία του άρτου και της επιβίωσης, στην δουλεία του ατομοκεντρισμού, στην πορεία προς την γη της επαγγελίας, δηλαδή προς την Βασιλεία του Θεού. Η πορεία όμως αυτή περνά μέσα από την ερυθρά θάλασσα του κόσμου και των πειρασμών, την ερυθρά θάλασσα του διαβόλου που ως «λέων ωρυόμενος» (Α’ Πέτρ. 5,8) εφορμά για να καταπιεί τον άνθρωπο. Ο ιερέας είναι αυτός που αίρει τον σταυρό τόσο τον δικό του όσο και του λαού του, είναι αυτός που, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, «φορτώνεται το φορτίο των ανθρώπων».
«Να ‘σαι έτοιμος εσύ», έλεγε ένας γέροντας σε ένα πνευματικοπαίδι του ιερέα, «καθώς ανοίγει το στόμα του ο άνθρωπος που έρχεται να μεταλάβει, παίρνοντας πάνω σου το βάρος, να καλύψεις εσύ τα όσα αδύναμα έχει η ψυχή που μεταλαβαίνει. Μη κρίνεις, μόνον άρπαζε την αμαρτία απ την ψυχή των άλλων. Φορτώσου το φορτίο τους, κι άσε στο Θεό τη μέριμνα για το πώς θ’ αντέξεις…Φορτώσου το φορτίο τους, σημαίνει πάψε να μιλάς για τον άλλον και μίλα με τον άλλον, άφησε τις γενικότητες και γίνε άμεσος, αγάπησέ τον και πάψε να τον έχεις απέναντί σου, έμπα μέσα στη δική του ψυχή, παρακολούθησε ένα-ένα τα βήματά του, κατάλαβε αυτό που ο ίδιος δεν έχει ακόμη καταλάβει, για να δεις τί βαραίνει τη συνείδησή του, μ’ άλλα λόγια, δες τον κόσμο του με τα δικά του μάτια. Δες ο ίδιος πόσο άδειος από νόημα είναι ο κόσμος για τον νέο άνθρωπο, πόσο στεγνός από αίμα και περιοριστικός είναι. Δες ο ίδιος πόσο σκληρός και άδικος είναι ο κόσμος για τον ηλικιωμένο. Δες ο ίδιος ότι βλέπει να τελειώνει η ζωή του, και τα όνειρά του να έχουν σβήσει τόσο που ούτε τ’ αποκαΐδια τους να τον ζεσταίνουν. Δες ο ίδιος ότι ούτε να επαναστατήσει μπορεί πια, και το μόνο πού του δίνεται είναι η μιζέρια. Δες ο ίδιος πόσο άδεια είναι τα μάτια του ανθρώπου στη σημερινή κατακομματιασμένη κοινωνία. Δες, κι έπειτα κοίταξε τον εαυτό σου, και πες του αν δικαιολογείται να ‘χεις αυτή την έπαρση και να του εκσφενδονίζεις τα κηρύγματά σου σαν γιατρικό του. Δες, κι αναρωτήσου μήπως όλα όσα του λες ηχούν σαν άδειος λόγος, σαν νόμισμα που πετάς μέσα σε μιαν άδεια στέρνα. Φορτώσου το φορτίο τους, σημαίνει νιώσε το πως δεν είναι τα λόγια, αλλά η αγάπη αυτή που πείθει. Όχι η αγάπη που είναι στα χείλη σου, αλλά αυτή που είναι στην καρδιά σου. Αυτή, γίνεται αντιληπτή και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του. Η τρυφερότητά σου, αυτή μόνο μπορεί να μιλάει, και να ακούγεται». (http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/christodoulos.asp?id=216&what_main =1&what_sub=3&lang= gr&archbishop_heading=Εκκλησία)
Την ώρα που χειροτονηθήκαμε η Εκκλησία δια του Επισκόπου ζήτησε για τον καθέναν μας τα εξής: να κατασταθούμε άξιοι «παριστάναι αμέμπτως τω θυσιαστηρίω, κηρύσσειν το Ευαγγέλιον της Βασιλείας, ιερουργείν τον λόγον της αληθείας, προσφέρειν δώρα και θυσίας πνευματικάς, ανακαινίζειν τον λαόν δια της του λουτρού παλιγγενεσίας» (Μέγα Ευχολόγιον). Πουθενά η Εκκλησία δεν μιλά για την ηθική τάξη, για την διάσωση της παράδοσης και του φολκλόρ, ούτε καν για την φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια. Άλλη είναι η αποστολή μας ως ιερείς. Να παριστάμεθα στο ιερό θυσιαστήριο χωρίς να έχουμε πνευματικό βάρος επάνω μας, τουτέστιν εν μετανοία, κατανύξει και αγάπη, να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο, να έχουμε ως ιερό έργο μας να υπηρετούμε τον λόγο της αληθείας που είναι ο Χριστός, να έχουμε «τον Χριστόν κατοικούντα εν ταις καρδίαις ημών» (θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου), να προσφέρουμε στο Θεό δώρα και θυσίες πνευματικές, να αναφέρουμε δηλαδή τον κόσμο, τα αγαθά και την ζωή μας ολόκληρη σ’ Εκείνον και να ανακαινίζουμε τον λαό του Θεού δια του βαπτίσματος, του αγιασμού και της μετανοίας. Η αποστολή μας λοιπόν είναι κατεξοχήν πνευματική και καλούμαστε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, την οποία λάβαμε κάτω από το ωμοφόριο και από το χέρι του Επισκόπου, να την έχουμε διαρκώς πληρούμενη στη ζωή μας, να έχουμε δηλαδή επίγνωση ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος μας δίνεται και μας αγιάζει, και αυτός είναι ο κύριος καταρτισμός μας. Να αναζωογονούμαστε εν Αγίω Πνεύματι.
Το θυσιαστήριο είναι το κέντρο του καταρτισμού μας. Η λειτουργική ζωή μας. Ο χρόνος, οι υποχρεώσεις μας, το πνεύμα της εποχής δεν μας επιτρέπουν να έχουμε πολλή προσωπική προσευχή. Ιδίως όσοι από εμάς είμαστε έγγαμοι, νιώθουμε το φορτίο των ανθρώπων της ενορίας μας να προστίθεται στο φορτίο των οικογενειακών υποχρεώσεών μας. Η Εκκλησία όμως δεν μας έχει αφήσει χωρίς πνευματική παρηγοριά. Και είναι η λατρεία της, οι ιερές ακολουθίες, που μας βοηθούν να προσευχόμαστε, όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τον λαό μας και για ολόκληρο τον κόσμο. Αρκεί ο νους μας να είναι συγκεντρωμένος και να μην μετεωρίζεται στην αδολεσχία, το ιερατικό μας κουτσομπολιό, από το οποίο πάσχουμε, όταν συναντιόμαστε περισσότεροι του ενός ιερείς στο ναό μας.
Οι ίδιες οι ακολουθίες μας προσφέρουν πνευματικό καταρτισμό, εάν μελετούμε το περιεχόμενό τους. Αποκτούμε λειτουργική αγωγή μελετώντας τους ύμνους κάθε εορτής. Διαβάζοντας το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της ημέρας. Εντρυφώντας στα πνευματικά μηνύματα της θείας Ευχαριστίας. Υπάρχουν λειτουργικά υπομνήματα και βιβλία, τα οποία επεξηγούν τα νοήματα της λειτουργίας και των ιερών ακολουθιών. Υπάρχει και η προσευχή που ανοίγει τον νου και την καρδιά μας στην βίωση του περιεχομένου. Και όσο μελετούμε, όσο προσευχόμαστε, όσο τα έχουμε στην καρδιά μας, τόσο γινόμαστε «έμπειροι» και «έμπυροι». «Έμπειρος» είναι αυτός που βιώνει το πνευματικό περιεχόμενο της λειτουργικής ζωής. Είναι αυτός που νιώθει την δωρεά της χάριτος του Θεού να πληρώνει την ύπαρξή του. Είναι αυτός που πιστεύει στο Θεό όχι από επαγγελματική υποχρέωση ή από παράδοση και συνήθεια, αλλά επειδή ζει ή θέλει να ζει τον Θεό. Και «έμπυρος» γίνεται εκείνος ο οποίος αντλεί από την εμπειρία του «πυρ», ενθουσιασμό, ζήλο, πνευματική όρεξη, για να προσφέρει τις δωρεές του Θεού στο λαό, χωρίς φόβο, αλλά με αληθινή αγάπη.
(συνεχίζεται)