π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού, Δρος Θεολογίας
(συνέχεια)
Στο σημείο αυτό έρχεται και το ζήτημα του ευρύτερου πνευματικού μας αγώνα. Καταρτισμός χωρίς πνευματικό κόπο, χωρίς έλεγχο του εαυτού μας και των λογισμών μας, χωρίς επισήμανση του τρόπου, με τον οποίο τα πάθη λειτουργούν στην καρδιά μας και μας καταβάλουν, δεν νοείται. Η γνώση της ασκητικής και πνευματικής εμπειρίας της πίστης μας, αλλά και η παρατήρηση του εαυτού μας, όπως επίσης και η διαρκής βίωση στη ζωή μας του αποστολικού λόγου ότι «ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις». (Εφεσ. 6, 12). Αν δεν δούμε πώς τα πάθη λειτουργούν μέσα μας, πώς ο διάβολος στήνει τις μεθοδείες του σε μας, πώς θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τα πάθη και τις κακίες στον λαό μας; Αν εμείς πρώτοι δεν ακολουθήσουμε την προτροπή του Παύλου «αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού, ίνα δυνηθήτε αντιστήναι εν τη ημέρα τη πονηρά και άπαντα κατεργασάμενοι στήναι. Στήτε ουν περιζωσάμενοι την οσφύν ημών εν αληθεία, και ενδυσάμενοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, και υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης, επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ω δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι. και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν του Πνεύματος, ό εστι ρήμα Θεού, δια πάσης προσευχής και δεήσεως προσευχόμενοι εν παντί καιρώ εν Πνεύματι, και εις αυτό τούτο αγρυπνούντες εν πάση προσκαρτερήσει και δεήσει περί πάντων των αγίων» (Εφεσ. 13-18). [Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο, για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στις θέσεις σας. Σταθείτε λοιπόν σε θέση μάχης . ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση σας . φορέστε σαν θώρακα την δικαιοσύνη. Για υποδήματα στα πόδια σας βάλτε την ετοιμότητα να διακηρύξετε το χαρούμενο άγγελμα της ειρήνης. Εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού. Η σωτηρία ας είναι περικεφαλαία σας, και ο λόγος του Θεού η μάχαιρα που σας δίνει το Πνεύμα. Προσεύχεστε συνεχώς και απευθύνετε τα αιτήματά σας σε κάθε περίσταση προς τον Θεό, οδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα Του. Να είστε άγρυπνοι και να μην παύετε να προσεύχεστε για όλο τον λαό του Θεού].
Η παρατήρηση του εαυτού μας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την υιοθέτηση ψυχολογικών μεθόδων. Η γνώση της επιστήμης της ψυχολογίας βοηθά στο να κατανοήσουμε τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, ιδίως τον σύγχρονο που νιώθει την ψυχή του ιδιαιτέρως να ταλαιπωρείται. Όμως η ψυχολογία δεν δίνει λύσεις στο πνευματικό πρόβλημα του ανθρώπου. Μπορεί να βοηθήσει ώστε δυσκολίες και συμπεριφορές που έχουν τη ρίζα τους σε οικογενειακά προβλήματα ή σε αδυναμίες του ανθρώπινου χαρακτήρα (χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών λόγω δειλίας ή βολέματος) ή ακόμη και σε τραύματα σωματικά και ψυχικά, να ελεγχθούν και να κάνουν τον άνθρωπο να ανακουφιστεί. Όμως η ψυχολογία δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα του σκοπού της ζωής, όπως επίσης και δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ηθικά πνευματικές καταστάσεις, όπως είναι τα πάθη. Για την ψυχολογία δεν υπάρχουν αμαρτίες, δηλαδή καταστάσεις που απομακρύνουν τον άνθρωπο από το Θεό, αλλά μόνο αποκλίνουσες συμπεριφορές. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά εμποδίζει την ευτυχία του ανθρώπου επί της γης. Για την Εκκλησία η αμαρτία οδηγεί τον άνθρωπο στον πνευματικό θάνατο, ακόμη κι αν δεν του στερεί την ευτυχία επί της γης. Επομένως, η γνώση και η χρήση ψυχολογικών μεθόδων και τεχνικών (όπως είναι ο διάλογος, η ενσυναίσθηση, το να προσπαθούμε δηλαδή να μπούμε στη θέση του άλλου, η γνώση του μηχανισμού των συνειρμών και της λειτουργίας της μνήμης) βοηθούν, χωρίς όμως να αποτελούν πανάκεια για την ιερατική μας διακονία. Εννοείται, πως η περιφρόνηση της ψυχολογίας στο όνομα του ασκητισμού, δεν μπορεί να αποτελεί στάση σύμφωνη με το ανοιχτό πνεύμα και την παράδοση της Εκκλησίας μας. Όμως ο πνευματικός αγώνας δεν είναι ψυχολογική υπόθεση. Είναι η ολοκληρωτική προσπάθεια του ανθρώπου να επισημάνει στον εαυτό του τι τον χωρίζει από τον Θεό και να παλέψει με τις ασκητικές μεθόδους (νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, σχέση με τον πνευματικό, μετάνοια, ταπείνωση, αγάπη) να λάβει τα ουράνια χαρίσματα. Κι εδώ χρειάζεται να καταρτιστούμε εμείς πρώτοι, για να καταρτίσουμε.
Όμως ο καταρτισμός μας δεν σταματά στην λειτουργική μας ζωή και αγωγή, ούτε στην μικρότερη ή μεγαλύτερη προσπάθειά μας για άσκηση. Ο ιερέας, για να μπορεί να φορτωθεί το φορτίο των ανθρώπων, χρειάζεται να γνωρίζει να διαλέγεται με εκείνους. Ο διάλογος προϋποθέτει δύο υπερβάσεις: η μία έχει να κάνει με την αίσθηση ότι ο κόσμος γνωρίζει τι είναι και τι λέει η πίστη. Καθημερινά όμως διαπιστώνουμε ότι οι άνθρωποι είναι ακατήχητοι. Γι’ αυτό και όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή προβλήματα είναι ευάλωτοι στις επιθέσεις των αιρετικών, ανθρώπων οι οποίοι αξιοποιούν την Αγία Γραφή με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπλανούνε όσους αναζητούνε διεξόδους. Το χειρότερο όλων είναι ότι κι εμείς κάποιες φορές είμαστε ακατάρτιστοι στα της πίστεως. Δεν γνωρίζουμε πάντοτε τι λέει ο λόγος του Θεού στο Ευαγγέλιο και την Γραφή, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να προφυλάξουμε το ποίμνιό μας, ενώ άλλοτε δεν προνοούμε να έχουμε «έλαιον μετά των λαμπάδων ημών», με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δώσουμε σ’ αυτούς που «αι λαμπάδαι σβέννυνται» (Ματθ. 25, 3-10), αλλά και στην ώρα της κρίσης να μην έχουμε πνευματικά εφόδια για να παλέψουμε και να συνδράμουμε. Γι’ αυτό και ο καταρτισμός μας στο λόγο του Θεού, αλλά και η γνώση του τι υποστηρίζουν οι βασικές αιρετικές παραφυάδες αποτελούν στοιχεία πολύτιμα για την διακονία μας.
Η δεύτερη υπέρβαση είναι εξίσου σημαντική, ιδίως για την εποχή μας. Καλούμαστε, ιδίως σήμερα, να μην φοβόμαστε τον κόσμο. Μας τυραννά το ερώτημα της εκκοσμίκευσης ως Εκκλησία και ως ιερείς. Έχουμε την αίσθηση ότι αν γνωρίζουμε ο κόσμος πώς ζει και τι κάνει, τι ακούει, πώς διασκεδάζει, πώς πορεύεται, ποια είναι τα ενδιαφέροντά του, τότε θα «μιανθούμε», θα απεμπολήσουμε το ήθος της πίστης και της παράδοσής μας. Αυτή η κοσμοφοβία όμως έρχεται σε αντίθεση με τον λόγο του Χριστού, το βράδυ του Μυστικού Δείπνου προς τον Πατέρα Του, όταν προσευχόταν για τους μαθητές Του, αλλά και για όλους τους χριστιανούς «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιωάν. 17, 15). [Σε παρακαλώ, όχι να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους προστατέψεις από τον πονηρό]. Ο Χριστός δεν μας ζητά να ακολουθήσουμε ένα πνεύμα αναχωρητισμού, απομάκρυνσης από τον κόσμο και άγνοιας γι’ αυτόν. Μας ζητά να φυλαχθούμε από τον πονηρό, από ό,τι μας χωρίζει από την αγάπη του Θεού, από ό,τι δηλαδή μας κάνει να θεοποιούμε τους εαυτούς μας, τα πάθη και τις επιθυμίες μας. Τον εχθρό όμως πρέπει να τον γνωρίζεις, να ξέρεις ποια είναι τα τεχνάσματά του, για να μπορείς να τον καταβάλεις με τα πνευματικά όπλα. Και χωρίς καταρτισμό, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι αυτό που ο εχθρός μετέρχεται για να καταβάλει τους ανθρώπους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υποκύψουμε στον όποιο πειρασμό ή να «εκσυγχρονίσουμε» την Εκκλησία, για να σαγηνεύσουμε τους ανθρώπους. Η σαγήνη είναι του Πνεύματος. Είναι το ήθος μας, το Ευαγγέλιο που βιώνουμε και διακηρύττουμε, είναι η αγάπη και η καταλλαγή, «ο σύνδεσμος της ειρήνης» (Εφεσ. 4,3) που φέρνουμε ανάμεσα στους ανθρώπους. Άλλωστε, ακόμη κι αν θέλουμε να προσελκύσουμε τους ανθρώπους, ιδίως τους νέους, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να έχουμε την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε την δύναμη των μέσων που το κοσμικό πνεύμα διαθέτει. Σε ένα πρόσφατο ταξίδι μας είχαμε την δυνατότητα μαζί με τα παιδιά μας να δούμε μία μικρή ταινία, γυρισμένη σε τέσσερις διαστάσεις. Μετά από τέτοιες εμπειρίες, ακόμη και η τηλεόραση φαίνεται φτωχή. Η εικονική πραγματικότητα θριαμβεύει. Πώς μπορούμε ως Εκκλησία να την ανταγωνιστούμε, να εμπλακούμε σε ένα παιχνίδι προσφορών, για να ελκύσουμε τους ανθρώπους; Η ήττα είναι δεδομένη. Αντί, λοιπόν, να ματαιοπονούμε, ας αξιοποιήσουμε τον δικό μας πνευματικό θησαυρό, ο οποίος ξεπερνά την τρισδιάστατη και τετρασδιάστατη πραγματικότητα. Μιλάμε για την συνάντηση του αισθητού με το νοητό στην θεία λατρεία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις και οι υλικές, αλλά και οι πνευματικές, στο ουράνιο και επίγειο πανηγύρι, και όπου δεν είναι άλλοι που προετοιμάζουν και βομβαρδίζουν τον άνθρωπο με εμπειρίες, αλλά ο καθένας μπορεί να ζήσει βιωματικά, σε συνάντηση με τους άλλους, τον Θεό, κοινωνώντας Τον και απολαμβάνοντάς Τον αληθινά. Δεν είναι ανθρώπινο έργο αυτό που ζούμε, αλλά Θεανθρώπινη προσφορά. Και ο Χριστός μας βοηθά να δείξουμε στους ανθρώπους έναν δρόμο που κανένα ανθρώπινο κατασκεύασμα δεν μπορεί να δώσει.
Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε και πρέπει να καταρτιζόμαστε σε σχέση με τον κόσμο, στον οποίο ζούμε. Η ανθρώπινη γνώση δεν είναι απορριπτέα από την Εκκλησία. Είναι «οι δερμάτινοι χιτώνες», με τους οποίους ο Θεός μας περιέβαλε για να μπορούμε να ζήσουμε στον κόσμο αυτόν και να Τον συναντήσουμε. Έτσι, καλούμαστε και βιβλία να διαβάζουμε, και εφημερίδες και τις ειδήσεις να παρακολουθούμε και να προβληματιζόμαστε σε σχέση με το τι βλέπουν, τι ακούνε, πώς διασκεδάζουν οι άνθρωποι, ποιες ιδέες τους απασχολούν, ποια ρεύματα πολιτισμικά επικρατούν, πώς φέρεται η πολιτεία έναντι του λαού, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουμε στην πνευματική ζωή (κυρίως εξαιτίας της έλλειψης χρόνου, αλλά και της ραθυμίας, καθώς και της απο-πνευματοποίησης και απο-ιεροποίησης της ζωής), πώς διαμορφώνεται το πλαίσιο των ανθρώπινων σχέσεων (διαπροσωπικών, οικογενειακών και διαφυλικών), ποια είναι τα κοινωνικά προβλήματα, ποιες οι αιτίες που τα προκαλούν, τι ζητά ο κόσμος από την Εκκλησία και τι πιστεύει ότι είναι αυτή (όπως είδαμε στην αρχή). Εδώ λοιπόν χρειάζεται και διάλογος με τον κόσμο, αλλά και σπουδή στην θεολογία της Εκκλησίας μας.
Όλοι οι ιερείς λαμβάνουμε τα περιοδικά «Εκκλησία» και «Εφημέριος». Η αξιοποίησή τους είναι ένα καλό βήμα για την κατάρτισή μας. Οι ιερατικές συνάξεις και ο λόγος του Επισκόπου μας, ο διάλογος μεταξύ μας, η ανταλλαγή ποιμαντικών εμπειριών βοηθούν στο να γνωρίζουμε πώς ο άλλος ιερέας αντιμετωπίζει παρόμοιες δυσκολίες. Ο διάλογος με τα παιδιά μας στο σπίτι, που μας προσγειώνει στην πραγματικότητα του κόσμου, η κοινωνία με τον πνευματικό μας πατέρα, το μυστήριο της εξομολογήσεως, όπου οι άνθρωποι μας ενημερώνουν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, όλα αυτά είναι πηγές καταρτισμού.
Ο καταρτισμός μας εξαρτάται από την φιλομάθειά μας, από την αγωνία μας για το ποίμνιο και την πορεία μας, αλλά και από την διάθεσή μας να εξέλθουμε από τον εαυτό μας. Μαθαίνω για να μπορώ να διαλέγομαι. Παρατηρώ, για να μπορώ να παλεύω μετά λόγου γνώσεως. Η εσωστρέφεια, η αίσθηση ότι η χάρις του Θεού καλύπτει όχι μόνο τις ατέλειές μας λόγω των παθών μας, αλλά και εκείνες λόγω της αδιαφορίας και της οκνηρίας μας, όπως επίσης και ένα βόλεμα στα όσα μάθαμε, αποτελούν εμπόδια για τον καταρτισμό μας και μας καθιστούν φτωχούς γνωστικά. Βεβαίως «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως». Η Βασιλεία του Θεού έρχεται σ’ αυτούς που ήδη ζούνε την παρουσία της και εντός τους και εντός της ζωής τους. «Ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί . ιδού γαρ η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λουκ. 17, 20-21). [Η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τρόπο φανερό σε όλους. Δεν θα πούνε «να εδώ είναι» ή «εκεί», γιατί η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας]. Αυτοί καλούμαστε να είμαστε εμείς οι ιερείς. Βλέποντας τα προβλήματα των ανθρώπων, να καταθέτουμε τον λόγο του Θεού και την παρουσία της Βασιλείας Του. Και δεν αρκεί η υπομονή στις δυσκολίες ή απλώς η μεταφυσική αναφορά, ότι στην αιωνιότητα θα ξεπεραστούν τα προβλήματά μας. Αν δεν βιώνουμε το ήθος της Βασιλείας και την προοπτική της, τότε καμία αιωνιότητα δεν μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να σηκώσει τον σταυρό του. Ίσως, ούτε και εμάς να φορτωθούμε το φορτίο τους.
Η ιερατική μας αυτοσυνειδησία είναι η βάση για τον καταρτισμό μας. Και η ίδια αυτοσυνειδησία θα μας βοηθήσει και στον κόσμο, στο λαό μας αρχικά και σε όσους έχουν καλή διάθεση στη συνέχεια, να εξηγήσουμε και να δείξουμε, να προκαταγγείλουμε τον Χριστό τοις πάσι. Η αποστολή μας είναι θυσία. Είναι ο αγώνας μας να εφαρμόσουμε τον αποστολικό λόγο: «Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω . και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω . τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον κερδήσω . τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, αλλ’ έννομος Χριστώ, ίνα κερδήσω ανόμους . εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής, ίνα τους ασθενείς κερδήσω . τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω. Τούτο δε ποιώ δια το ευαγγέλιον, ίνα συγκοινωνός αυτού γένωμαι» (Α’ Κορ. 9, 19-23) [Είμαι ελεύθερος, χωρίς εξάρτηση από κανέναν. Κι όμως έκανα τον εαυτό μου σκλάβο όλων για να κερδίσω όσο το δυνατό πιο πολλούς. Ανάμεσα στους Ιουδαίους συμπεριφέρθηκα σαν Ιουδαίος για να τους κερδίσω για τον Χριστό . κι ενώ εγώ ο ίδιος δεν είμαι πια κάτω από την εξουσία του νόμου, ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι συμπεριφέρθηκα σαν να ήμουν κι εγώ, για να τους κερδίσω για τον Χριστό. Παρόμοια, όταν βρισκόμουν μ’ αυτούς που αγνοούν τον Μωσαϊκό νόμο, για να τους κερδίσω ζούσα κι εγώ σαν ξένος προς τον νόμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπακούω στον νόμο του Θεού, αφού είμαι δεμένος με τον νόμο του Χριστού. Με όσους έχουν αδύνατη πίστη, έγινα το ίδιο, για να κερδίσω τους αδύνατους στην πίστη. Για τους πάντες, έγινα τα πάντα, έτσι ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς. Όλα αυτά τα κάνω για το ευαγγέλιο, ώστε να μπορέσω και εγώ να συμμετάσχω στα αγαθά του].
Και θα συνεχίσει και θα προεκτείνει τον λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, βάζοντας στο στόμα του Χριστού τα εξής λόγια που μαρτυρούν το ενδιαφέρον του Κυρίου για τον κάθε άνθρωπο, το οποίο καλούμαστε εμείς οι ιερείς να το δείξουμε αναλόγως και στην δική μας διακονία: «Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος. Πάν όπερ θέλης εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ δουλεύσω. Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και μήτηρ. Πάντα εγώ · μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σε, και αλήτης δια σε, επί του Σταυρού δια σε, επί τάφου δια σε, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι συ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος. Τι πλέον θέλεις; τι τον φιλούντα αποστρέφη; τι τω κόσμω κάμνεις; τι εις πίθον αντλείς τετρημένον; Τούτο γαρ εστίν εις τον παρόντα βίον πονείσθαι. Τι εις πυρ ξαίνεις; τι τω αέρι πυκτεύεις;» (Ομιλία 76η εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον) [ Εγώ είμαι πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ρούχο, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιο, κάθε τι το οποίον θέλεις εγώ για να μην έχεις ανάγκη από τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω “διότι ήλθα να υπηρετήσω, όχι να υπηρετηθώ. Εγώ είμαι και φίλος, και μέλος του σώματος και κεφαλή και αδελφός, και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ”. Αρκεί να διάκεισαι φιλικά προς εμέ. Εγώ έγινα πτωχός για σένα, έγινα και ζητιάνος για σένα, ανέβηκα επάνω στο Σταυρό για σένα, μπήκα στον τάφο για σένα, στον ουρανό επάνω παρακαλώ για σένα τον Πατέρα, κάτω στη γη στάλθηκα από τον Πατέρα ως πρεσβευτής για σένα. Όλα για μένα είσαι εσύ, και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος του σώματος. Τι περισσότερο θέλεις; Γιατί αποστρέφεσαι αυτόν που σε αγαπά; Γιατί αποκάμεις μέσα στον κόσμο; Γιατί αντλείς νερό με τρυπημένο πιθάρι; Διότι αυτά σημαίνει να καταπονείσαι στη ζωή αυτή. Γιατί λαναρίζεις τη φωτιά; Γιατί πυγμαχείς στον αέρα;].
Ο καταρτισμός μας είναι πνευματικός-λειτουργικός. Είναι ασκητικός. Είναι πάνω στο περιεχόμενο της πίστης μας. Είναι όμως και καταρτισμός πάνω στον κόσμο και τα προβλήματά του. Είναι καταρτισμός γνώσης και εμπειρίας, αλλά και καταρτισμός θεογνωσίας. Εκκοσμικεύουμε την αποστολή μας, εάν περιοριστούμε στην εντύπωση που έχουν οι άνθρωποι για μας. Εάν θεωρήσουμε ότι αρκεί εμείς να δίνουμε τροφή στους ανθρώπους, να διασώζουμε το σχήμα ως συνήθεια και φολκλόρ, να είμαστε οι φύλακες της ηθικής τάξης της κοινωνίας. Εάν υπάρχουμε μόνο για να καλύπτουμε τις αγωνίες και τους φόβους των ανθρώπων που είναι απλοί και ακατάρτιστοι. Ο Χριστός δεν ήρθε για λίγους, αλλά για όλους. Και η αποστολή μας δεν είναι να περιοριζόμαστε μόνο σ’ αυτούς που εκκλησιάζονται, αλλά να ανοιγόμαστε συνεχώς σε όλους. Τουλάχιστον σ’ αυτούς που έχουν την καλή ανησυχία, σ’ αυτούς που δεν επαναπαύονται στα υλικά αγαθά, σ’ αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν την Αλήθεια.
Καλούμαστε να γίνουμε οδηγοί φωτισμένοι, που θα δώσουμε τον καλόν αγώνα, γιατί πλέον στα πρόσωπά μας έχουν ενωθεί οι ιδιότητες του αποστόλου, του προφήτη, του ευαγγελιστή, του διδασκάλου «προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας, εν τη κυβεία των ανθρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης, αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστίν η κεφαλή ο Χριστός» (Εφεσ. 4, 12-15). [Μας δόθηκαν όλα αυτά για να καταρτίζουμε τους πιστούς για το έργο της διακονίας, ώστε να οικοδομείται το σώμα του Χριστού. Έτσι θα καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και θα φθάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Δεν θα είμαστε πια νήπια, δεν θα κλυδωνιζόμαστε και δεν θα μας πηγαίνει πέρα δώθε ο άνεμος της κάθε διδασκαλίας, η ανθρώπινη δολιότητα και τα τεχνάσματα που μηχανεύεται η απάτη. Αντίθετα, έχοντας την αληθινή πίστη και την αγάπη, ας φτάσουμε σε όλα μας αυτόν που είναι η κεφαλή, δηλαδή τον Χριστό]. Έτσι, θα διαφυλάξουμε την παρακαταθήκη που λάβαμε την ώρα της χειροτονίας μας ώστε να ισχύσει και για μας η τελευταία προσευχή της Εκκλησίας δια του Επισκόπου την ώρα της χειροτονίας μας: «υπαντήσαντες εν τη δευτέρα επιδημία του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του μονογενούς Υιού, σου του Θεού, του μεγάλου εν δυνάμει και ανεξιχνιάστου εν συνέσει, του θαυμαστού εν βουλαίς, υπέρ τους υιούς των ανθρώπων, δεξώμεθα τον μισθόν της αγαθής οικονομίας του οικείου Τάγματος, εν τω πλήθει της αγαθότητός σου». (Μέγα Ευχολόγιον).