Ο Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης, γεννήθηκε το 1138 μ.Χ. στις Χώναις της Μικράς Ασίας και έγινε μέτοχος υψηλής μορφώσεως. Εξελέγη Μητροπολίτης Αθηνών το 1181 μ.Χ., θέση που διατήρησε μέχρι την Φραγκική εισβολή το 1204 μ.Χ. Λάτρης του ένδοξου παρελθόντος της Αθήνας, ήταν εκείνος που υπερασπίστηκε με όλες τους τις δυνάμεις το ποίμνιό του από την επίθεση του Λέοντα του Σγουρού ,από την ασυδοσία των κρατικών υπαλλήλων, την πείνα και τους εξωτερικούς εχθρούς του. Το 1204 μ.Χ., μετά την παράδοση της πόλεως στους Φράγκους, αυτοεξορίστηκε στην Κέα, μη σταματώντας και από εκεί ακόμη να υπερασπίζεται και να προστατεύει το ποίμνιό του. Αργότερα, μετέβη στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες, όπου και κοιμήθηκε οσιακά, το έτος 1222 μ.Χ. Eξέχουσα φυσιογνωμία υπήρξε ο Μιχαήλ Χωνιάτης Ακομινάτος, όπως προκύπτει από την έντονη δράση που ανέπτυξε από τη θέση του Μητροπολίτου της πόλεως των Αθηνών (1182-1222). Υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα, σε σημείο να τον τιμήσουν ως άγιο. Σ΄ αυτό βέβαια συνέβαλε και ο γενικότερα λιτός οσιακός βίος του, αλλά και τα διάφορα δεινά που υπέστη και αυτός μαζί με τους υπόλοιπους Αθηναίους από τους αλλόδοξους κατακτητές. Αποτελεί το σύμβολο της μεταβατικής περιόδου πριν την Φραγκοκρατία.
Η δράση του, διπλωματική, συγγραφική, ποιμαντική υπήρξε σπουδαία σε όλες τις εκφάνσεις της και στον τρόπο σκέψης του. Υπήρξε ένας ρομαντικός λόγιος μέχρι να συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα και την παρακμή της εποχής του. Πίστευε ότι η Αθήνα διατηρούσε την αίγλη της και το πολιτιστικό επίπεδο της και απογοητεύτηκε όταν ανέλαβε τα μητροπολιτικά του καθήκοντα, γιατί η ένδοξη Αθήνα ήταν τότε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου δέσποζε η απαιδευσία και οι Αθηναίοι δεν αντιλαμβανόταν τα βαθυστόχαστα κηρύγματά του στην αρχαία αττική γλώσσα, που εκφωνούσε στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Ονόμαζε τον αρχαίο Παρθενώνα «τέμενος περικαλλές, ευφεγγές, ανάκτορο της φωτοδόχου Παρθένου και φωτοδότιδος χάριεν, του λάμψαντος εξ αυτής αληθινού φωτός άγιον σκήνωμα», ενώ συχνά έκανε λόγο για ένα υπερκόσμιο «Φως», «Μια παραψυή και διάχυσις η διαλάμπουσα χάρις τω τεμένι της Θεομήτορος» Ταυτόχρονα όμως, και παρά τη ρομαντικότητά του, ήταν μια ευέλικτη προσωπικότητα που προσαρμόστηκε στη ζοφερή αυτή κατάσταση, αποσκοπώντας με τη δράση του στη μείωση της ασυδοσίας και την βελτίωση της ζωής των Αθηναίων. Είχε ως παιδί το οικογενειακό και οικονομικό υπόβαθρο ώστε να λάβει φροντισμένη μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί του δόθηκε η δυνατότητα να συγχρωτιστεί με ανθρώπους των γραμμάτων και της πολιτικής, δίνοντάς του και την τεχνογνωσία και τις καίριες γνωριμίες αντιμετώπισης κορυφαίων προβλημάτων, όταν ως Μητροπολίτης Αθηνών πάλευε για την αναβάθμιση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της μητροπόλεώς του. Στον Εισβατήριον (ενθρονιστήριο) λόγο του μιλάει για την Αθήνα γεμάτος ενθουσιασμό. Ο λόγος αυτός ονομάστηκε «Εἰσβατήριος ὅτε πρῶτον ταῖς Ἀθήναις ἐπέστη» και θεωρείται «ρητορικὸν καὶ ἱστορικὸν μνημεῖον μεγίστης ἀξίας». Αναφέρεται τους Αθηναίους ως γνήσιους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων και παρομοιάζει τον εαυτό του με τους αρχαίους λαμπαδηδοδρόμους που όπως εκείνοι έπαιρναν διαδοχικώς τη δάδα για να τη μεταδώσουν στους επομένους, έτσι και εκείνος από τους προκατόχους του ιεράρχες θα μεταδώσει τη λαμπάδα του Χριστού στους επόμενους. Δυστυχώς όμως οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση και ως προς τον γλωσσικό εκβαρβαρισμό , αλλά και ως προς την πνευματικότητά τους. Αμελούσαν τη συμμετοχή τους στις ιερές ακολουθίες και την ακρόαση των κηρυγμάτων. Στην πρώτη του κατήχηση στον Παρθενώνα έλεγε χαρακτηριστικά: «Ούτε σε τούτο τον πανέμορφο ναό εκκλησιάζεστε, αλλά ούτε και σε άλλους ναούς συχνάζετε, ενώ, απ’ ό, τι μαθαίνω, ούτε καν εισέρχεσθε σ’ αυτούς». Μάλιστα αυτό το εντόπιζε ως τη βασική «αρρώστια» της πόλεως από την οποία πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα: «…τῆς νόσου ἐπανεμνήσθην ταύτης τῆς πόλεως, ἣν πρῶτον αἴτιον συνορῶ τῶν λοιπῶν ἀρρωστημάτων (….). Ἀλλὰ τὶς ἡ νόσος; Τὸ μὴ προσεδρεύειν ὑμᾶς τοῖς θείοις ναοῖς μηδὲ προσεύχεσθαι μηδ’ ἀκροᾶσθαι τῶν λογίων τοῦ πνεύματος…» Τονίζει ότι η μόνη θεραπεία δίνεται μόνο με την καταφυγή των ανθρώπων στους θείους ναούς, που ο Χριστός «ἔστησεν ἐν ταῖς πόλεσι», όπως«κρησφύγετα, ἄσυλα, ἰατρεῖα πάνδημα, λιμένας ἀκλύστους, ἁμαρτανόντων ἁπάντων ἱλαστήριον».
Σπουδαία ιστορική και πνευματική παρακαταθήκη είναι οι επιστολές του, διότι αποτελούν πλούσια ιστορική και θρησκευτική πηγή γιατί επικοινωνούσε με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής.Δραματικό ορόσημο στη ζωή του Αγίου είναι η φραγκική κατάκτηση της Αττικής, το 1204 από τους Λατίνους. Αμέσως οδηγήθηκε στην εξορία και παράλληλα καταστράφηκε η βιβλιοθήκη του, που διατηρούσε στη μητροπολιτική κατοικία του στα Προπύλαια. Η βιβλιοθήκη του δημιουργήθηκε με πολύ μεγάλο κόπο και προσωπικά έξοδα και ήταν κάτι που αγαπούσε ιδιαίτερα. Με αυτό τον καημό πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, ενώ ο αγώνας του για την ανασυγκρότησή της διήρκησε ως το τέλος της ζωής του, επιτυγχάνοντας όμως ελάχιστα να ανακτήσει.
Η ζωή του στην εξορία, στην Μονή Προδρόμου της Κέας, απ’ όπου ατένιζε τις ακτές της Αττικής από την πλευρά του Σουνίου ήταν δύσκολη. Το κλίμα του νησιού υπήρξε ιδιαίτερα επιβαρυντικό για την υγεία του και την υγεία των μαθητών του, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι να τον εγκαταλείπουν για να επιστρέψουν στην Αθήνα. Στην Κέα παρέμεινε για λίγο ελεύθερος καθώς στη συνέχεια και αυτό το νησί κατελήφθη από τους Φράγκους. Η άσχημη υγεία του αλλά και ο πόθος του να μην απομακρυνθεί από την αγαπημένη του πόλη, ήταν η αιτία που αρνήθηκε προσκλήσεις, που του απευθύνθηκαν τόσο από τον Πατριάρχη στη Νίκαια, Μιχαήλ Αυτωρειανό, όσο και από τους ηγεμόνες Θεόδωρο Λάσκαρη, αυτοκράτορα της Νικαίας, και Θεόδωρο Δούκα- Κομνηνό της Ηπείρου, που του πρότειναν να ζήσει κοντά τους, μακριά από τους Φράγκους. Μάλιστα η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά, εξαιτίας της ημιπληγίας, η οποία είχε επιδεινώσει την βάδιση και την ομιλία του. Σε μια τέτοια κατάσταση, ο Μιχαήλ Χωνιάτης, ο τελευταίος ορθόδοξος μητροπολίτης της Αθήνας πριν από την Λατινοκρατία, απεβίωσε περίπου το 1220-1222 σε μια μονή, κοντά στις Θερμοπύλες. Το πολυδιάστατο έργο του όμως και η προσφορά του εκτιμήθηκαν αμέσως μετά τον θάνατό του από την Εκκλησία, που τον τίμησε ως άγιο.
Η προσωπογραφία του Μιχαήλ Χωνιάτη, που βρίσκεται στον Άγιο Πέτρο των Καλυβίων Κουβαρά της Λαυρεωτικής τον απεικονίζει ελαφρώς σκυμμένο με φωτοστέφανο λιπόσαρκο και ασκητικό και δίνει μια εικόνα της οσιακής μορφής του. Η παρουσία μιας τόσο φωτισμένης προσωπικότητας στην πόλη της Αθήνας υπήρξε μεγάλη ευλογία εκείνη την περίοδο λόγω των τραγικών ιστορικών συγκυριών που αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι και ο Άγιος με το παράδειγμά του, την διπλωματική του ικανότητα και την πνευματική του υπόσταση αποτελεί ένα διαχρονικό πρότυπο φωτισμένου ηγέτη.